- Μακεδόν'
- Μακεδόνα , Μακεδώνmasc/fem acc sgΜακεδόνι , Μακεδώνmasc/fem dat sgΜακεδόνε , Μακεδώνmasc/fem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
καρχηδονίζω — (Α) διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ίζω (πρβλ. ελλην ίζω, μακεδον ίζω)] … Dictionary of Greek
λευγαία — λευγαία, ἡ (Α) (μακεδον. τ.) ίλη … Dictionary of Greek
μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] … Dictionary of Greek
φωκαΐς — και φωκαιΐς, ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. ως κύριο όν. Φωκαΐς τίτλος ποιήματος τού Ομήρου αρχ. 1. γυναίκα από τη Φώκαια, πόλη τής Μικράς Ασίας 2. η ευρύτερη περιοχή τής παραπάνω πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μακεδον ίς)] … Dictionary of Greek